Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

νυμφευτήριος
νυμφευτής
νυμφεύτρια
νυμφεύω
νύμφη
νυμφίδιος
νυμφίος
νυμφίος2
νυμφογενής
νυμφόκλαυτος
νυμφοκομέω
νυμφοκόμος
νυμφόληπτος
νυμφοστολέω
νυμφοστόλος
νυμφότιμος
νυμφών
νῦν δή
νυνδί
νυνί
νυνμενί
View word page
νυμφοκομέω
νυμφοκομέω νυμφοκομέω, fut. -ήσω to dress a bride, Anth. intr. to dress oneself as a bride, Eur. from νυμφοκόμος

ShortDef

to dress a bride

Debugging

Headword:
νυμφοκομέω
Headword (normalized):
νυμφοκομέω
Headword (normalized/stripped):
νυμφοκομεω
IDX:
22408
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22430
Key:
numfokome/w

Data

{'content': 'νυμφοκομέω\n νυμφοκομέω,\n fut. -ήσω\n to dress a bride, Anth.\n intr. to dress oneself as a bride, Eur.\n from νυμφοκόμος', 'key': 'numfokome/w'}