Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

νύμφευμα
νυμφευτήριος
νυμφευτής
νυμφεύτρια
νυμφεύω
νύμφη
νυμφίδιος
νυμφίος
νυμφίος2
νυμφογενής
νυμφόκλαυτος
νυμφοκομέω
νυμφοκόμος
νυμφόληπτος
νυμφοστολέω
νυμφοστόλος
νυμφότιμος
νυμφών
νῦν δή
νυνδί
νυνί
View word page
νυμφόκλαυτος
νυμφόκλαυτος νυμφό-κλαυτος, ον, to be deplored by wives, Aesch.

ShortDef

to be deplored by wives

Debugging

Headword:
νυμφόκλαυτος
Headword (normalized):
νυμφόκλαυτος
Headword (normalized/stripped):
νυμφοκλαυτος
IDX:
22407
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22429
Key:
numfo/klautos

Data

{'content': 'νυμφόκλαυτος\n νυμφό-κλαυτος, ον,\n to be deplored by wives, Aesch.', 'key': 'numfo/klautos'}