Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

νυμφεῖος
νύμφευμα
νυμφευτήριος
νυμφευτής
νυμφεύτρια
νυμφεύω
νύμφη
νυμφίδιος
νυμφίος
νυμφίος2
νυμφογενής
νυμφόκλαυτος
νυμφοκομέω
νυμφοκόμος
νυμφόληπτος
νυμφοστολέω
νυμφοστόλος
νυμφότιμος
νυμφών
νῦν δή
νυνδί
View word page
νυμφογενής
νυμφογενής νυμφο-γενής, ές γίγνομαι nymph-born, Anth.

ShortDef

nymph-born

Debugging

Headword:
νυμφογενής
Headword (normalized):
νυμφογενής
Headword (normalized/stripped):
νυμφογενης
IDX:
22406
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22428
Key:
numfogenh/s

Data

{'content': 'νυμφογενής\n νυμφο-γενής, ές\n γίγνομαι\n nymph-born, Anth.', 'key': 'numfogenh/s'}