Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

νυκτωπός
νύκτωρ
νυμφαγωγέω
νυμφαγωγός
νύμφαιον
νυμφαῖος
νυμφεῖος
νύμφευμα
νυμφευτήριος
νυμφευτής
νυμφεύτρια
νυμφεύω
νύμφη
νυμφίδιος
νυμφίος
νυμφίος2
νυμφογενής
νυμφόκλαυτος
νυμφοκομέω
νυμφοκόμος
νυμφόληπτος
View word page
νυμφεύτρια
νυμφεύτρια from νυμφευτής νυμφεύτρια, ἡ, a brideʼs-maid, Ar.

ShortDef

a bride's-maid

Debugging

Headword:
νυμφεύτρια
Headword (normalized):
νυμφεύτρια
Headword (normalized/stripped):
νυμφευτρια
IDX:
22400
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22422
Key:
numfeu/tria

Data

{'content': 'νυμφεύτρια\n from νυμφευτής\n νυμφεύτρια, ἡ,\n a brideʼs-maid, Ar.', 'key': 'numfeu/tria'}