Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

νυκτῷον
νυκτωπός
νύκτωρ
νυμφαγωγέω
νυμφαγωγός
νύμφαιον
νυμφαῖος
νυμφεῖος
νύμφευμα
νυμφευτήριος
νυμφευτής
νυμφεύτρια
νυμφεύω
νύμφη
νυμφίδιος
νυμφίος
νυμφίος2
νυμφογενής
νυμφόκλαυτος
νυμφοκομέω
νυμφοκόμος
View word page
νυμφευτής
νυμφευτής νυμφευτής, οῦ, ὁ, νυμφεύω one who escorts the bride to the bridegroomʼs house, negotiator of a marriage, Plat. a bridegroom, husband, Eur.

ShortDef

one who escorts the bride to the bridegroom's house, negotiator of a marriage

Debugging

Headword:
νυμφευτής
Headword (normalized):
νυμφευτής
Headword (normalized/stripped):
νυμφευτης
IDX:
22399
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22421
Key:
numfeuth/s

Data

{'content': 'νυμφευτής\n νυμφευτής, οῦ, ὁ,\n νυμφεύω\n one who escorts the bride to the bridegroomʼs house, negotiator of a marriage, Plat.\n a bridegroom, husband, Eur.', 'key': 'numfeuth/s'}