Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
νυκτοφύλαξ
νυκτῷον
νυκτωπός
νύκτωρ
νυμφαγωγέω
νυμφαγωγός
νύμφαιον
νυμφαῖος
νυμφεῖος
νύμφευμα
νυμφευτήριος
νυμφευτής
νυμφεύτρια
νυμφεύω
νύμφη
νυμφίδιος
νυμφίος
νυμφίος2
νυμφογενής
νυμφόκλαυτος
νυμφοκομέω
View word page
νυμφευτήριος
νυμφευτήριος νυμφευτήριος, α, ον nuptial, Eur. from νυμφευτής
ShortDef
nuptial
Debugging
Headword:
νυμφευτήριος
Headword (normalized):
νυμφευτήριος
Headword (normalized/stripped):
νυμφευτηριος
IDX:
22398
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22420
Key:
numfeuth/rios
Data
{'content': 'νυμφευτήριος\n νυμφευτήριος, α, ον\n nuptial, Eur.\n from νυμφευτής', 'key': 'numfeuth/rios'}