Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
νυκτοφυλακέω
νυκτοφύλαξ
νυκτῷον
νυκτωπός
νύκτωρ
νυμφαγωγέω
νυμφαγωγός
νύμφαιον
νυμφαῖος
νυμφεῖος
νύμφευμα
νυμφευτήριος
νυμφευτής
νυμφεύτρια
νυμφεύω
νύμφη
νυμφίδιος
νυμφίος
νυμφίος2
νυμφογενής
νυμφόκλαυτος
View word page
νύμφευμα
νύμφευμα νύμφευμα, ατος, τό, νυμφεύω marriage, espousal, Soph., Eur. in sg. the person married, καλὸν ν. τινι "a good match for him, " Eur.
ShortDef
marriage, espousal
Debugging
Headword:
νύμφευμα
Headword (normalized):
νύμφευμα
Headword (normalized/stripped):
νυμφευμα
IDX:
22397
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22419
Key:
nu/mfeuma
Data
{'content': 'νύμφευμα\n νύμφευμα, ατος, τό,\n νυμφεύω\n marriage, espousal, Soph., Eur.\n in sg. the person married, καλὸν ν. τινι "a good match for him, " Eur.', 'key': 'nu/mfeuma'}