Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

νυκτοπορία
νυκτοφυλακέω
νυκτοφύλαξ
νυκτῷον
νυκτωπός
νύκτωρ
νυμφαγωγέω
νυμφαγωγός
νύμφαιον
νυμφαῖος
νυμφεῖος
νύμφευμα
νυμφευτήριος
νυμφευτής
νυμφεύτρια
νυμφεύω
νύμφη
νυμφίδιος
νυμφίος
νυμφίος2
νυμφογενής
View word page
νυμφεῖος
νυμφεῖος νυμφεῖος, α, ον νύμφη of a bride, bridal, nuptial, Pind., Eur. as Subst., νυμφεῖον (sc. δῶμα) , the bridechamber, Soph. νυμφεῖα (sc. ἱερά), τά, nuptial rites, marriage, Soph. νυμφεῖα τοῦ σαυτοῦ τέκνου thine own sonʼs bride, Soph.

ShortDef

of a bride, bridal, nuptial

Debugging

Headword:
νυμφεῖος
Headword (normalized):
νυμφεῖος
Headword (normalized/stripped):
νυμφειος
IDX:
22396
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22418
Key:
numfei=os

Data

{'content': 'νυμφεῖος\n νυμφεῖος, α, ον\n νύμφη\n of a bride, bridal, nuptial, Pind., Eur.\n as Subst.,\n νυμφεῖον (sc. δῶμα) , the bridechamber, Soph.\n νυμφεῖα (sc. ἱερά), τά, nuptial rites, marriage, Soph.\n νυμφεῖα τοῦ σαυτοῦ τέκνου thine own sonʼs bride, Soph.', 'key': 'numfei=os'}