Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

νυκτοπορέω
νυκτοπορία
νυκτοφυλακέω
νυκτοφύλαξ
νυκτῷον
νυκτωπός
νύκτωρ
νυμφαγωγέω
νυμφαγωγός
νύμφαιον
νυμφαῖος
νυμφεῖος
νύμφευμα
νυμφευτήριος
νυμφευτής
νυμφεύτρια
νυμφεύω
νύμφη
νυμφίδιος
νυμφίος
νυμφίος2
View word page
νυμφαῖος
νυμφαῖος νυμφαῖος, α, ον νύμφη of or sacred to the nymphs, Eur., Anth.

ShortDef

of or sacred to the Nymphs

Debugging

Headword:
νυμφαῖος
Headword (normalized):
νυμφαῖος
Headword (normalized/stripped):
νυμφαιος
IDX:
22395
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22417
Key:
numfai=os

Data

{'content': 'νυμφαῖος\n νυμφαῖος, α, ον\n νύμφη\n of or sacred to the nymphs, Eur., Anth.', 'key': 'numfai=os'}