Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
νυκτοπεριπλάνητος
νυκτοπορέω
νυκτοπορία
νυκτοφυλακέω
νυκτοφύλαξ
νυκτῷον
νυκτωπός
νύκτωρ
νυμφαγωγέω
νυμφαγωγός
νύμφαιον
νυμφαῖος
νυμφεῖος
νύμφευμα
νυμφευτήριος
νυμφευτής
νυμφεύτρια
νυμφεύω
νύμφη
νυμφίδιος
νυμφίος
View word page
νύμφαιον
νύμφαιον νύμφαιον, ου, τό, νύμφη a temple of the nymphs, Plut.
ShortDef
a temple of the nymphs
Debugging
Headword:
νύμφαιον
Headword (normalized):
νύμφαιον
Headword (normalized/stripped):
νυμφαιον
IDX:
22394
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22416
Key:
nu/mfaion
Data
{'content': 'νύμφαιον\n νύμφαιον, ου, τό,\n νύμφη\n a temple of the nymphs, Plut.', 'key': 'nu/mfaion'}