Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
νυκτομαχέω
νυκτομαχία
νυκτοπεριπλάνητος
νυκτοπορέω
νυκτοπορία
νυκτοφυλακέω
νυκτοφύλαξ
νυκτῷον
νυκτωπός
νύκτωρ
νυμφαγωγέω
νυμφαγωγός
νύμφαιον
νυμφαῖος
νυμφεῖος
νύμφευμα
νυμφευτήριος
νυμφευτής
νυμφεύτρια
νυμφεύω
νύμφη
View word page
νυμφαγωγέω
νυμφαγωγέω νυμφᾰγωγέω, to lead the bride to the bridegroomʼs house, γάμους ν. to court a marriage, Plut. from νυμφᾰγωγός
ShortDef
to lead the bride to the bridegroom's house
Debugging
Headword:
νυμφαγωγέω
Headword (normalized):
νυμφαγωγέω
Headword (normalized/stripped):
νυμφαγωγεω
IDX:
22392
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22414
Key:
numfagwge/w
Data
{'content': 'νυμφαγωγέω\n νυμφᾰγωγέω,\n to lead the bride to the bridegroomʼs house, γάμους ν. to court a marriage, Plut.\n from νυμφᾰγωγός', 'key': 'numfagwge/w'}