Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
νυκτιφρούρητος
νυκτοθήρας
νυκτομαχέω
νυκτομαχία
νυκτοπεριπλάνητος
νυκτοπορέω
νυκτοπορία
νυκτοφυλακέω
νυκτοφύλαξ
νυκτῷον
νυκτωπός
νύκτωρ
νυμφαγωγέω
νυμφαγωγός
νύμφαιον
νυμφαῖος
νυμφεῖος
νύμφευμα
νυμφευτήριος
νυμφευτής
νυμφεύτρια
View word page
νυκτωπός
νυκτωπός νυκτ-ωπός, όν ὤψ = νυκτερωπός, Eur.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
νυκτωπός
Headword (normalized):
νυκτωπός
Headword (normalized/stripped):
νυκτωπος
IDX:
22390
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22412
Key:
nuktwpo/s
Data
{'content': 'νυκτωπός\n νυκτ-ωπός, όν\n ὤψ\n = νυκτερωπός, Eur.', 'key': 'nuktwpo/s'}