Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀναΐσσω
ἀναισχυντέω
ἀναισχυντία
ἀναίσχυντος
ἀναίτιος
ἀνακαγχάζω
ἀνακαθαίρω
ἀνακάθημαι
ἀνακαθίζω
ἀνακαινόω
ἀνακαίνωσις
ἀνακαίω
ἀνακαλέω
ἀνακαλυπτήρια
ἀνακαλύπτω
ἀνακάμπτω
ἀνάκανθος
ἀνακάπτω
ἀνάκειμαι
Ἀνάκειον
ἀνακέλαδος
View word page
ἀνακαίνωσις
ἀνακαίνωσις from ἀνακαινόω renewal, NTest.

ShortDef

renewal

Debugging

Headword:
ἀνακαίνωσις
Headword (normalized):
ἀνακαίνωσις
Headword (normalized/stripped):
ανακαινωσις
IDX:
2240
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2241
Key:
a)nakai/nwsis

Data

{'content': 'ἀνακαίνωσις\n from ἀνακαινόω\n renewal, NTest.', 'key': 'a)nakai/nwsis'}