Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
νυκτίσεμνος
νυκτιφανής
νυκτίφαντος
νυκτίφοιτος
νυκτιφρούρητος
νυκτοθήρας
νυκτομαχέω
νυκτομαχία
νυκτοπεριπλάνητος
νυκτοπορέω
νυκτοπορία
νυκτοφυλακέω
νυκτοφύλαξ
νυκτῷον
νυκτωπός
νύκτωρ
νυμφαγωγέω
νυμφαγωγός
νύμφαιον
νυμφαῖος
νυμφεῖος
View word page
νυκτοπορία
νυκτοπορία νυκτοπορία, ἡ, a night-journey, night-march, Polyb.
ShortDef
a night-journey, night-march
Debugging
Headword:
νυκτοπορία
Headword (normalized):
νυκτοπορία
Headword (normalized/stripped):
νυκτοπορια
IDX:
22386
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22408
Key:
nuktopori/a
Data
{'content': 'νυκτοπορία\n νυκτοπορία, ἡ,\n a night-journey, night-march, Polyb.', 'key': 'nuktopori/a'}