Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

νυκτιπόλος
νυκτίσεμνος
νυκτιφανής
νυκτίφαντος
νυκτίφοιτος
νυκτιφρούρητος
νυκτοθήρας
νυκτομαχέω
νυκτομαχία
νυκτοπεριπλάνητος
νυκτοπορέω
νυκτοπορία
νυκτοφυλακέω
νυκτοφύλαξ
νυκτῷον
νυκτωπός
νύκτωρ
νυμφαγωγέω
νυμφαγωγός
νύμφαιον
νυμφαῖος
View word page
νυκτοπορέω
νυκτοπορέω νυκτο-πορέω, fut. -ήσω πόρος to travel by night, Xen.

ShortDef

to travel by night

Debugging

Headword:
νυκτοπορέω
Headword (normalized):
νυκτοπορέω
Headword (normalized/stripped):
νυκτοπορεω
IDX:
22385
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22407
Key:
nuktopore/w

Data

{'content': 'νυκτοπορέω\n νυκτο-πορέω,\n fut. -ήσω\n πόρος\n to travel by night, Xen.', 'key': 'nuktopore/w'}