Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

νυκτίπλανος
νυκτιπόλος
νυκτίσεμνος
νυκτιφανής
νυκτίφαντος
νυκτίφοιτος
νυκτιφρούρητος
νυκτοθήρας
νυκτομαχέω
νυκτομαχία
νυκτοπεριπλάνητος
νυκτοπορέω
νυκτοπορία
νυκτοφυλακέω
νυκτοφύλαξ
νυκτῷον
νυκτωπός
νύκτωρ
νυμφαγωγέω
νυμφαγωγός
νύμφαιον
View word page
νυκτοπεριπλάνητος
νυκτοπεριπλάνητος νυκτο-περι-πλάνητος, ον, πλανάομαι roaming about by night, Ar.

ShortDef

roaming about by night

Debugging

Headword:
νυκτοπεριπλάνητος
Headword (normalized):
νυκτοπεριπλάνητος
Headword (normalized/stripped):
νυκτοπεριπλανητος
IDX:
22384
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22406
Key:
nuktoperipla/nhtos

Data

{'content': 'νυκτοπεριπλάνητος\n νυκτο-περι-πλάνητος, ον,\n πλανάομαι\n roaming about by night, Ar.', 'key': 'nuktoperipla/nhtos'}