Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀναισίμωμα
ἀναΐσσω
ἀναισχυντέω
ἀναισχυντία
ἀναίσχυντος
ἀναίτιος
ἀνακαγχάζω
ἀνακαθαίρω
ἀνακάθημαι
ἀνακαθίζω
ἀνακαινόω
ἀνακαίνωσις
ἀνακαίω
ἀνακαλέω
ἀνακαλυπτήρια
ἀνακαλύπτω
ἀνακάμπτω
ἀνάκανθος
ἀνακάπτω
ἀνάκειμαι
Ἀνάκειον
View word page
ἀνακαινόω
ἀνακαινόω to renew, restore:— Pass. to be renewed, Anth., NTest.

ShortDef

to renew, restore

Debugging

Headword:
ἀνακαινόω
Headword (normalized):
ἀνακαινόω
Headword (normalized/stripped):
ανακαινοω
IDX:
2239
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2240
Key:
a)nakaino/w

Data

{'content': 'ἀνακαινόω\n to renew, restore:— Pass. to be renewed, Anth., NTest.', 'key': 'a)nakaino/w'}