Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
νυκτηγορέω
νυκτηγορία
νυκτηρεφής
νυκτίβρομος
νυκτικλέπτης
νυκτικόραξ
νυκτιλαθραιοφάγος
νυκτιλάλος
νυκτιλαμπής
νύκτιος
νυκτιπαταιπλάγιος
νυκτίπλαγκτος
νυκτίπλανος
νυκτιπόλος
νυκτίσεμνος
νυκτιφανής
νυκτίφαντος
νυκτίφοιτος
νυκτιφρούρητος
νυκτοθήρας
νυκτομαχέω
View word page
νυκτιπαταιπλάγιος
νυκτιπαταιπλάγιος νυκτῐ-πᾰται-πλάγιος, ον, πατέω nightly-roaming-to-and-fro, Anth.
ShortDef
nightly-roaming-to-and-fro
Debugging
Headword:
νυκτιπαταιπλάγιος
Headword (normalized):
νυκτιπαταιπλάγιος
Headword (normalized/stripped):
νυκτιπαταιπλαγιος
IDX:
22372
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22394
Key:
nuktipataipla/gios
Data
{'content': 'νυκτιπαταιπλάγιος\n νυκτῐ-πᾰται-πλάγιος, ον,\n πατέω\n nightly-roaming-to-and-fro, Anth.', 'key': 'nuktipataipla/gios'}