Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
νυκτερίς
νύκτερος
νυκτερωπός
νυκτηγορέω
νυκτηγορία
νυκτηρεφής
νυκτίβρομος
νυκτικλέπτης
νυκτικόραξ
νυκτιλαθραιοφάγος
νυκτιλάλος
νυκτιλαμπής
νύκτιος
νυκτιπαταιπλάγιος
νυκτίπλαγκτος
νυκτίπλανος
νυκτιπόλος
νυκτίσεμνος
νυκτιφανής
νυκτίφαντος
νυκτίφοιτος
View word page
νυκτιλάλος
νυκτιλάλος νυκτῐ-λάλος (ᾰ), ον, nightly-sounding, Anth.
ShortDef
nightly-sounding
Debugging
Headword:
νυκτιλάλος
Headword (normalized):
νυκτιλάλος
Headword (normalized/stripped):
νυκτιλαλος
IDX:
22369
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22391
Key:
nuktila/los
Data
{'content': 'νυκτιλάλος\n νυκτῐ-λάλος (ᾰ), ον,\n nightly-sounding, Anth.', 'key': 'nuktila/los'}