νυκτιλαθραιοφάγος
νυκτιλαθραιοφάγος
νυκτῐ-λαθραιο-φάγος (φᾰ), ον,
φαγεῖν
eating secretly by night, Anth.
{
"content": "νυκτιλαθραιοφάγος\n νυκτῐ-λαθραιο-φάγος (φᾰ), ον,\n φαγεῖν\n eating secretly by night, Anth.",
"key": "nuktilaqraiofa/gos"
}