Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

νυκτερινός
νυκτέριος
νυκτερίς
νύκτερος
νυκτερωπός
νυκτηγορέω
νυκτηγορία
νυκτηρεφής
νυκτίβρομος
νυκτικλέπτης
νυκτικόραξ
νυκτιλαθραιοφάγος
νυκτιλάλος
νυκτιλαμπής
νύκτιος
νυκτιπαταιπλάγιος
νυκτίπλαγκτος
νυκτίπλανος
νυκτιπόλος
νυκτίσεμνος
νυκτιφανής
View word page
νυκτικόραξ
νυκτικόραξ νυκτῐ-κόραξ, ακος, the night-raven, Anth.

ShortDef

the night-raven

Debugging

Headword:
νυκτικόραξ
Headword (normalized):
νυκτικόραξ
Headword (normalized/stripped):
νυκτικοραξ
IDX:
22367
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22389
Key:
nuktiko/rac

Data

{'content': 'νυκτικόραξ\n νυκτῐ-κόραξ, ακος,\n the night-raven, Anth.', 'key': 'nuktiko/rac'}