Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
νυκτερεύω
νυκτερήσιος
νυκτερινός
νυκτέριος
νυκτερίς
νύκτερος
νυκτερωπός
νυκτηγορέω
νυκτηγορία
νυκτηρεφής
νυκτίβρομος
νυκτικλέπτης
νυκτικόραξ
νυκτιλαθραιοφάγος
νυκτιλάλος
νυκτιλαμπής
νύκτιος
νυκτιπαταιπλάγιος
νυκτίπλαγκτος
νυκτίπλανος
νυκτιπόλος
View word page
νυκτίβρομος
νυκτίβρομος νυκτί-βρομος, ον, βρέμω roaring by night, Eur.
ShortDef
roaring by night
Debugging
Headword:
νυκτίβρομος
Headword (normalized):
νυκτίβρομος
Headword (normalized/stripped):
νυκτιβρομος
IDX:
22365
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22387
Key:
nukti/bromos
Data
{'content': 'νυκτίβρομος\n νυκτί-βρομος, ον,\n βρέμω\n roaring by night, Eur.', 'key': 'nukti/bromos'}