Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
νυκτερευτικός
νυκτερεύω
νυκτερήσιος
νυκτερινός
νυκτέριος
νυκτερίς
νύκτερος
νυκτερωπός
νυκτηγορέω
νυκτηγορία
νυκτηρεφής
νυκτίβρομος
νυκτικλέπτης
νυκτικόραξ
νυκτιλαθραιοφάγος
νυκτιλάλος
νυκτιλαμπής
νύκτιος
νυκτιπαταιπλάγιος
νυκτίπλαγκτος
νυκτίπλανος
View word page
νυκτηρεφής
νυκτηρεφής νυκτ-ηρεφής, ές ἐρέφω covered by night, murky, Aesch.
ShortDef
covered by night, murky
Debugging
Headword:
νυκτηρεφής
Headword (normalized):
νυκτηρεφής
Headword (normalized/stripped):
νυκτηρεφης
IDX:
22364
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22386
Key:
nukthrefh/s
Data
{'content': 'νυκτηρεφής\n νυκτ-ηρεφής, ές\n ἐρέφω\n covered by night, murky, Aesch.', 'key': 'nukthrefh/s'}