Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

νυκτερέτης
νυκτερευτικός
νυκτερεύω
νυκτερήσιος
νυκτερινός
νυκτέριος
νυκτερίς
νύκτερος
νυκτερωπός
νυκτηγορέω
νυκτηγορία
νυκτηρεφής
νυκτίβρομος
νυκτικλέπτης
νυκτικόραξ
νυκτιλαθραιοφάγος
νυκτιλάλος
νυκτιλαμπής
νύκτιος
νυκτιπαταιπλάγιος
νυκτίπλαγκτος
View word page
νυκτηγορία
νυκτηγορία from νυκτηγορέω νυκτηγορία, ἡ, a nightly summons, Eur.

ShortDef

a nightly summons

Debugging

Headword:
νυκτηγορία
Headword (normalized):
νυκτηγορία
Headword (normalized/stripped):
νυκτηγορια
IDX:
22363
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22385
Key:
nukthgori/a

Data

{'content': 'νυκτηγορία\n from νυκτηγορέω\n νυκτηγορία, ἡ,\n a nightly summons, Eur.', 'key': 'nukthgori/a'}