Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

νυκτέλιος
νυκτερέτης
νυκτερευτικός
νυκτερεύω
νυκτερήσιος
νυκτερινός
νυκτέριος
νυκτερίς
νύκτερος
νυκτερωπός
νυκτηγορέω
νυκτηγορία
νυκτηρεφής
νυκτίβρομος
νυκτικλέπτης
νυκτικόραξ
νυκτιλαθραιοφάγος
νυκτιλάλος
νυκτιλαμπής
νύκτιος
νυκτιπαταιπλάγιος
View word page
νυκτηγορέω
νυκτηγορέω νυκτ-ηγορέω, fut. -ήσω ἀγορα to summon by night, Eur.; so in Mid., Aesch.

ShortDef

to summon by night

Debugging

Headword:
νυκτηγορέω
Headword (normalized):
νυκτηγορέω
Headword (normalized/stripped):
νυκτηγορεω
IDX:
22362
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22384
Key:
nukthgore/w

Data

{'content': 'νυκτηγορέω\n νυκτ-ηγορέω,\n fut. -ήσω\n ἀγορα\n to summon by night, Eur.; so in Mid., Aesch.', 'key': 'nukthgore/w'}