Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

νυκτεγερτέω
νυκτέλιος
νυκτερέτης
νυκτερευτικός
νυκτερεύω
νυκτερήσιος
νυκτερινός
νυκτέριος
νυκτερίς
νύκτερος
νυκτερωπός
νυκτηγορέω
νυκτηγορία
νυκτηρεφής
νυκτίβρομος
νυκτικλέπτης
νυκτικόραξ
νυκτιλαθραιοφάγος
νυκτιλάλος
νυκτιλαμπής
νύκτιος
View word page
νυκτερωπός
νυκτερωπός νυκτερ-ωπός, όν ὤψ appearing by night, Eur.

ShortDef

appearing by night

Debugging

Headword:
νυκτερωπός
Headword (normalized):
νυκτερωπός
Headword (normalized/stripped):
νυκτερωπος
IDX:
22361
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22383
Key:
nukterwpo/s

Data

{'content': 'νυκτερωπός\n νυκτερ-ωπός, όν\n ὤψ\n appearing by night, Eur.', 'key': 'nukterwpo/s'}