Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
νυγμή
νυκτεγερτέω
νυκτέλιος
νυκτερέτης
νυκτερευτικός
νυκτερεύω
νυκτερήσιος
νυκτερινός
νυκτέριος
νυκτερίς
νύκτερος
νυκτερωπός
νυκτηγορέω
νυκτηγορία
νυκτηρεφής
νυκτίβρομος
νυκτικλέπτης
νυκτικόραξ
νυκτιλαθραιοφάγος
νυκτιλάλος
νυκτιλαμπής
View word page
νύκτερος
νύκτερος νύκτερος, ον, = νυκτερινός, Aesch., Soph.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
νύκτερος
Headword (normalized):
νύκτερος
Headword (normalized/stripped):
νυκτερος
IDX:
22360
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22382
Key:
nu/kteros
Data
{'content': 'νύκτερος\n νύκτερος, ον,\n = νυκτερινός, Aesch., Soph.', 'key': 'nu/kteros'}