Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

νουνεχής
νυγμή
νυκτεγερτέω
νυκτέλιος
νυκτερέτης
νυκτερευτικός
νυκτερεύω
νυκτερήσιος
νυκτερινός
νυκτέριος
νυκτερίς
νύκτερος
νυκτερωπός
νυκτηγορέω
νυκτηγορία
νυκτηρεφής
νυκτίβρομος
νυκτικλέπτης
νυκτικόραξ
νυκτιλαθραιοφάγος
νυκτιλάλος
View word page
νυκτερίς
νυκτερίς νυκτερίς, ίδος, ἡ, νύκτερος a bat, Lat. vespertilio, Od., Hdt., Ar.

ShortDef

a bat

Debugging

Headword:
νυκτερίς
Headword (normalized):
νυκτερίς
Headword (normalized/stripped):
νυκτερις
IDX:
22359
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22381
Key:
nukteri/s

Data

{'content': 'νυκτερίς\n νυκτερίς, ίδος, ἡ,\n νύκτερος\n a bat, Lat. vespertilio, Od., Hdt., Ar.', 'key': 'nukteri/s'}