Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
νουνέχεια
νουνεχής
νυγμή
νυκτεγερτέω
νυκτέλιος
νυκτερέτης
νυκτερευτικός
νυκτερεύω
νυκτερήσιος
νυκτερινός
νυκτέριος
νυκτερίς
νύκτερος
νυκτερωπός
νυκτηγορέω
νυκτηγορία
νυκτηρεφής
νυκτίβρομος
νυκτικλέπτης
νυκτικόραξ
νυκτιλαθραιοφάγος
View word page
νυκτέριος
νυκτέριος νυκτέριος, α, ον = νυκτερῐνός, Luc., Anth.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
νυκτέριος
Headword (normalized):
νυκτέριος
Headword (normalized/stripped):
νυκτεριος
IDX:
22358
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22380
Key:
nukte/rios
Data
{'content': 'νυκτέριος\n νυκτέριος, α, ον\n \n = νυκτερῐνός, Luc., Anth.', 'key': 'nukte/rios'}