Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀναίσθητος
ἀναισιμόω
ἀναισίμωμα
ἀναΐσσω
ἀναισχυντέω
ἀναισχυντία
ἀναίσχυντος
ἀναίτιος
ἀνακαγχάζω
ἀνακαθαίρω
ἀνακάθημαι
ἀνακαθίζω
ἀνακαινόω
ἀνακαίνωσις
ἀνακαίω
ἀνακαλέω
ἀνακαλυπτήρια
ἀνακαλύπτω
ἀνακάμπτω
ἀνάκανθος
ἀνακάπτω
View word page
ἀνακάθημαι
ἀνακάθημαι Pass. to sit upright, Luc.

ShortDef

to sit upright

Debugging

Headword:
ἀνακάθημαι
Headword (normalized):
ἀνακάθημαι
Headword (normalized/stripped):
ανακαθημαι
IDX:
2237
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2238
Key:
a)naka/qhmai

Data

{'content': 'ἀνακάθημαι\n Pass. to sit upright, Luc.', 'key': 'a)naka/qhmai'}