Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

νουμηνία
νουνέχεια
νουνεχής
νυγμή
νυκτεγερτέω
νυκτέλιος
νυκτερέτης
νυκτερευτικός
νυκτερεύω
νυκτερήσιος
νυκτερινός
νυκτέριος
νυκτερίς
νύκτερος
νυκτερωπός
νυκτηγορέω
νυκτηγορία
νυκτηρεφής
νυκτίβρομος
νυκτικλέπτης
νυκτικόραξ
View word page
νυκτερινός
νυκτερινός νυκτερῐνός, ή, όν νύξ by night, nightly, Lat. nocturnus, Ar.; ν. γενέσθαι to happen by night, Ar.

ShortDef

by night, nightly

Debugging

Headword:
νυκτερινός
Headword (normalized):
νυκτερινός
Headword (normalized/stripped):
νυκτερινος
IDX:
22357
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22379
Key:
nukterino/s

Data

{'content': 'νυκτερινός\n νυκτερῐνός, ή, όν\n νύξ\n by night, nightly, Lat. nocturnus, Ar.; ν. γενέσθαι to happen by night, Ar.', 'key': 'nukterino/s'}