Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

νουθετητικός
νουμηνία
νουνέχεια
νουνεχής
νυγμή
νυκτεγερτέω
νυκτέλιος
νυκτερέτης
νυκτερευτικός
νυκτερεύω
νυκτερήσιος
νυκτερινός
νυκτέριος
νυκτερίς
νύκτερος
νυκτερωπός
νυκτηγορέω
νυκτηγορία
νυκτηρεφής
νυκτίβρομος
νυκτικλέπτης
View word page
νυκτερήσιος
νυκτερήσιος νυκτερήσιος, ον, νύκτερος nightly, Ar.

ShortDef

nightly

Debugging

Headword:
νυκτερήσιος
Headword (normalized):
νυκτερήσιος
Headword (normalized/stripped):
νυκτερησιος
IDX:
22356
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22378
Key:
nukterh/sios

Data

{'content': 'νυκτερήσιος\n νυκτερήσιος, ον,\n νύκτερος\n nightly, Ar.', 'key': 'nukterh/sios'}