Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

νουθέτησις
νουθετητέος
νουθετητικός
νουμηνία
νουνέχεια
νουνεχής
νυγμή
νυκτεγερτέω
νυκτέλιος
νυκτερέτης
νυκτερευτικός
νυκτερεύω
νυκτερήσιος
νυκτερινός
νυκτέριος
νυκτερίς
νύκτερος
νυκτερωπός
νυκτηγορέω
νυκτηγορία
νυκτηρεφής
View word page
νυκτερευτικός
νυκτερευτικός νυκτερευτικός, ή, όν fit for hunting by night, Xen.

ShortDef

fit for hunting by night

Debugging

Headword:
νυκτερευτικός
Headword (normalized):
νυκτερευτικός
Headword (normalized/stripped):
νυκτερευτικος
IDX:
22354
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22376
Key:
nuktereutiko/s

Data

{'content': 'νυκτερευτικός\n νυκτερευτικός, ή, όν\n fit for hunting by night, Xen.', 'key': 'nuktereutiko/s'}