Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

νουθέτημα
νουθέτησις
νουθετητέος
νουθετητικός
νουμηνία
νουνέχεια
νουνεχής
νυγμή
νυκτεγερτέω
νυκτέλιος
νυκτερέτης
νυκτερευτικός
νυκτερεύω
νυκτερήσιος
νυκτερινός
νυκτέριος
νυκτερίς
νύκτερος
νυκτερωπός
νυκτηγορέω
νυκτηγορία
View word page
νυκτερέτης
νυκτερέτης νυκτ-ερέτης, ου, ὁ, one who rows by night, Anth.

ShortDef

one who rows by night

Debugging

Headword:
νυκτερέτης
Headword (normalized):
νυκτερέτης
Headword (normalized/stripped):
νυκτερετης
IDX:
22353
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22375
Key:
nuktere/ths

Data

{'content': 'νυκτερέτης\n νυκτ-ερέτης, ου, ὁ,\n one who rows by night, Anth.', 'key': 'nuktere/ths'}