Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
νουθεσία
νουθετέω
νουθέτημα
νουθέτησις
νουθετητέος
νουθετητικός
νουμηνία
νουνέχεια
νουνεχής
νυγμή
νυκτεγερτέω
νυκτέλιος
νυκτερέτης
νυκτερευτικός
νυκτερεύω
νυκτερήσιος
νυκτερινός
νυκτέριος
νυκτερίς
νύκτερος
νυκτερωπός
View word page
νυκτεγερτέω
νυκτεγερτέω νυκτ-εγερτέω, fut. -ήσω ἐγείρω to watch by night, Plut.
ShortDef
to watch by night
Debugging
Headword:
νυκτεγερτέω
Headword (normalized):
νυκτεγερτέω
Headword (normalized/stripped):
νυκτεγερτεω
IDX:
22351
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22373
Key:
nuktegerte/w
Data
{'content': 'νυκτεγερτέω\n νυκτ-εγερτέω,\n fut. -ήσω\n ἐγείρω\n to watch by night, Plut.', 'key': 'nuktegerte/w'}