Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
νουβυστικός
νουθεσία
νουθετέω
νουθέτημα
νουθέτησις
νουθετητέος
νουθετητικός
νουμηνία
νουνέχεια
νουνεχής
νυγμή
νυκτεγερτέω
νυκτέλιος
νυκτερέτης
νυκτερευτικός
νυκτερεύω
νυκτερήσιος
νυκτερινός
νυκτέριος
νυκτερίς
νύκτερος
View word page
νυγμή
νυγμή νυγμή, ἡ, νύσσω a pricking, puncture, Plut.
ShortDef
a pricking, puncture
Debugging
Headword:
νυγμή
Headword (normalized):
νυγμή
Headword (normalized/stripped):
νυγμη
IDX:
22350
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22372
Key:
nugmh/
Data
{'content': 'νυγμή\n νυγμή, ἡ,\n νύσσω\n a pricking, puncture, Plut.', 'key': 'nugmh/'}