Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
νοττίον
νουβυστικός
νουθεσία
νουθετέω
νουθέτημα
νουθέτησις
νουθετητέος
νουθετητικός
νουμηνία
νουνέχεια
νουνεχής
νυγμή
νυκτεγερτέω
νυκτέλιος
νυκτερέτης
νυκτερευτικός
νυκτερεύω
νυκτερήσιος
νυκτερινός
νυκτέριος
νυκτερίς
View word page
νουνεχής
νουνεχής νουν-εχής, ές ἔχω with understanding, sensible, discreet, Polyb. adv. -χῶς, Polyb.
ShortDef
with understanding, sensible, discreet
Debugging
Headword:
νουνεχής
Headword (normalized):
νουνεχής
Headword (normalized/stripped):
νουνεχης
IDX:
22349
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22371
Key:
nounexh/s
Data
{'content': 'νουνεχής\n νουν-εχής, ές\n ἔχω\n with understanding, sensible, discreet, Polyb. adv. -χῶς, Polyb.', 'key': 'nounexh/s'}