Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

νότος
νοττίον
νουβυστικός
νουθεσία
νουθετέω
νουθέτημα
νουθέτησις
νουθετητέος
νουθετητικός
νουμηνία
νουνέχεια
νουνεχής
νυγμή
νυκτεγερτέω
νυκτέλιος
νυκτερέτης
νυκτερευτικός
νυκτερεύω
νυκτερήσιος
νυκτερινός
νυκτέριος
View word page
νουνέχεια
νουνέχεια νουνέχεια, ἡ, good sense, discretion, Polyb. from νουνεχής

ShortDef

good sense, discretion

Debugging

Headword:
νουνέχεια
Headword (normalized):
νουνέχεια
Headword (normalized/stripped):
νουνεχεια
IDX:
22348
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22370
Key:
noune/xeia

Data

{'content': 'νουνέχεια\n νουνέχεια, ἡ,\n good sense, discretion, Polyb.\n from νουνεχής', 'key': 'noune/xeia'}