Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

νότιος
νοτίς
νότος
νοττίον
νουβυστικός
νουθεσία
νουθετέω
νουθέτημα
νουθέτησις
νουθετητέος
νουθετητικός
νουμηνία
νουνέχεια
νουνεχής
νυγμή
νυκτεγερτέω
νυκτέλιος
νυκτερέτης
νυκτερευτικός
νυκτερεύω
νυκτερήσιος
View word page
νουθετητικός
νουθετητικός νουθετητικός, ή, όν monitory, Plat., Xen.

ShortDef

monitory

Debugging

Headword:
νουθετητικός
Headword (normalized):
νουθετητικός
Headword (normalized/stripped):
νουθετητικος
IDX:
22346
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22368
Key:
nouqethtiko/s

Data

{'content': 'νουθετητικός\n νουθετητικός, ή, όν\n monitory, Plat., Xen.', 'key': 'nouqethtiko/s'}