Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
νοτερός
νοτία
νοτίζω
νότιος
νοτίς
νότος
νοττίον
νουβυστικός
νουθεσία
νουθετέω
νουθέτημα
νουθέτησις
νουθετητέος
νουθετητικός
νουμηνία
νουνέχεια
νουνεχής
νυγμή
νυκτεγερτέω
νυκτέλιος
νυκτερέτης
View word page
νουθέτημα
νουθέτημα from νουθετέω νουθέτημα, ατος, τό, admonition, warning, Aesch., Eur., etc.; τἀμὰ νουθετήματα given to me, Soph.
ShortDef
admonition, warning
Debugging
Headword:
νουθέτημα
Headword (normalized):
νουθέτημα
Headword (normalized/stripped):
νουθετημα
IDX:
22343
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22365
Key:
nouqe/thma
Data
{'content': 'νουθέτημα\n from νουθετέω\n νουθέτημα, ατος, τό,\n admonition, warning, Aesch., Eur., etc.; τἀμὰ νουθετήματα given to me, Soph.', 'key': 'nouqe/thma'}