Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

νοσώδης
νοτερός
νοτία
νοτίζω
νότιος
νοτίς
νότος
νοττίον
νουβυστικός
νουθεσία
νουθετέω
νουθέτημα
νουθέτησις
νουθετητέος
νουθετητικός
νουμηνία
νουνέχεια
νουνεχής
νυγμή
νυκτεγερτέω
νυκτέλιος
View word page
νουθετέω
νουθετέω νου-θετέω, fut. -ήσω τίθημι to put in mind, to admonish, warn, advise, Hdt., Aesch., etc.;—c. dupl. acc., τοιαῦτʼ ἄνολβον ἄνδρʼ ἐνουθέτει Soph.:—Pass., Soph., etc. ν. τινα κονδύλοις, πληγαῖς Ar.

ShortDef

to put in mind, to admonish, warn, advise

Debugging

Headword:
νουθετέω
Headword (normalized):
νουθετέω
Headword (normalized/stripped):
νουθετεω
IDX:
22342
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22364
Key:
nouqete/w

Data

{'content': 'νουθετέω\n νου-θετέω,\n fut. -ήσω\n τίθημι\n to put in mind, to admonish, warn, advise, Hdt., Aesch., etc.;—c. dupl. acc., τοιαῦτʼ ἄνολβον ἄνδρʼ ἐνουθέτει Soph.:—Pass., Soph., etc.\n ν. τινα κονδύλοις, πληγαῖς Ar.', 'key': 'nouqete/w'}