Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

νοσφίζομαι
νόσφι
νοσώδης
νοτερός
νοτία
νοτίζω
νότιος
νοτίς
νότος
νοττίον
νουβυστικός
νουθεσία
νουθετέω
νουθέτημα
νουθέτησις
νουθετητέος
νουθετητικός
νουμηνία
νουνέχεια
νουνεχής
νυγμή
View word page
νουβυστικός
νουβυστικός νου-βυστικός, ή, όν νοῦς, βύω choke-full of sense, clever: adv. -κῶς, Ar.

ShortDef

chock-full of sense, clever

Debugging

Headword:
νουβυστικός
Headword (normalized):
νουβυστικός
Headword (normalized/stripped):
νουβυστικος
IDX:
22340
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22362
Key:
noubustiko/s

Data

{'content': 'νουβυστικός\n νου-βυστικός, ή, όν\n νοῦς, βύω\n choke-full of sense, clever: adv. -κῶς, Ar.', 'key': 'noubustiko/s'}