Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀναισθησία
ἀναισθητέω
ἀναίσθητος
ἀναισιμόω
ἀναισίμωμα
ἀναΐσσω
ἀναισχυντέω
ἀναισχυντία
ἀναίσχυντος
ἀναίτιος
ἀνακαγχάζω
ἀνακαθαίρω
ἀνακάθημαι
ἀνακαθίζω
ἀνακαινόω
ἀνακαίνωσις
ἀνακαίω
ἀνακαλέω
ἀνακαλυπτήρια
ἀνακαλύπτω
ἀνακάμπτω
View word page
ἀνακαγχάζω
ἀνακαγχάζω to burst out laughing, Plat.
ShortDef
to burst out laughing
Debugging
Headword:
ἀνακαγχάζω
Headword (normalized):
ἀνακαγχάζω
Headword (normalized/stripped):
ανακαγχαζω
IDX:
2235
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2236
Key:
a)nakagxa/zw
Data
{'content': 'ἀνακαγχάζω\n to burst out laughing, Plat.', 'key': 'a)nakagxa/zw'}