Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

νοστέω
νόστιμος
νόστος
νοσφίζομαι
νόσφι
νοσώδης
νοτερός
νοτία
νοτίζω
νότιος
νοτίς
νότος
νοττίον
νουβυστικός
νουθεσία
νουθετέω
νουθέτημα
νουθέτησις
νουθετητέος
νουθετητικός
νουμηνία
View word page
νοτίς
νοτίς νοτίς, ίδος, ἡ, νότος moisture, wet, Eur.

ShortDef

moisture, wet

Debugging

Headword:
νοτίς
Headword (normalized):
νοτίς
Headword (normalized/stripped):
νοτις
IDX:
22337
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22359
Key:
noti/s

Data

{'content': 'νοτίς\n νοτίς, ίδος, ἡ,\n νότος\n moisture, wet, Eur.', 'key': 'noti/s'}