Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
νοσσοτροφέω
νοστέω
νόστιμος
νόστος
νοσφίζομαι
νόσφι
νοσώδης
νοτερός
νοτία
νοτίζω
νότιος
νοτίς
νότος
νοττίον
νουβυστικός
νουθεσία
νουθετέω
νουθέτημα
νουθέτησις
νουθετητέος
νουθετητικός
View word page
νότιος
νότιος νότιος, α, ον νότος wet, moist, damp, Il., Aesch.:— ἐν νοτίῳ, i. e. the open sea, Od. southern, ν. θάλασσα, i. e. the Indian ocean, Hdt.
ShortDef
wet, moist, damp; southern
Debugging
Headword:
νότιος
Headword (normalized):
νότιος
Headword (normalized/stripped):
νοτιος
IDX:
22336
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22358
Key:
no/tios
Data
{'content': 'νότιος\n νότιος, α, ον\n νότος\n wet, moist, damp, Il., Aesch.:— ἐν νοτίῳ, i. e. the open sea, Od.\n southern, ν. θάλασσα, i. e. the Indian ocean, Hdt.', 'key': 'no/tios'}