Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

νοσσεύω
νοσσοτροφέω
νοστέω
νόστιμος
νόστος
νοσφίζομαι
νόσφι
νοσώδης
νοτερός
νοτία
νοτίζω
νότιος
νοτίς
νότος
νοττίον
νουβυστικός
νουθεσία
νουθετέω
νουθέτημα
νουθέτησις
νουθετητέος
View word page
νοτίζω
νοτίζω νοτίζω, νότος to wet:—Pass. to be wetted or wet, Plat., Anth.

ShortDef

to wet

Debugging

Headword:
νοτίζω
Headword (normalized):
νοτίζω
Headword (normalized/stripped):
νοτιζω
IDX:
22335
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22357
Key:
noti/zw

Data

{'content': 'νοτίζω\n νοτίζω,\n νότος\n to wet:—Pass. to be wetted or wet, Plat., Anth.', 'key': 'noti/zw'}