Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

νοσοτροφία
νοσσεύω
νοσσοτροφέω
νοστέω
νόστιμος
νόστος
νοσφίζομαι
νόσφι
νοσώδης
νοτερός
νοτία
νοτίζω
νότιος
νοτίς
νότος
νοττίον
νουβυστικός
νουθεσία
νουθετέω
νουθέτημα
νουθέτησις
View word page
νοτία
νοτία νοτία, ἡ, νότος wet, νοτίαι εἰαριναί spring rains, Il.

ShortDef

wet

Debugging

Headword:
νοτία
Headword (normalized):
νοτία
Headword (normalized/stripped):
νοτια
IDX:
22334
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22356
Key:
noti/a

Data

{'content': 'νοτία\n νοτία, ἡ,\n νότος\n wet, νοτίαι εἰαριναί spring rains, Il.', 'key': 'noti/a'}