Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

νόσος
νοσοτροφία
νοσσεύω
νοσσοτροφέω
νοστέω
νόστιμος
νόστος
νοσφίζομαι
νόσφι
νοσώδης
νοτερός
νοτία
νοτίζω
νότιος
νοτίς
νότος
νοττίον
νουβυστικός
νουθεσία
νουθετέω
νουθέτημα
View word page
νοτερός
νοτερός νοτερός, ά, όν νότος wet, damp, moist, Eur.; χειμὼν ν. a storm of rain, Thuc.

ShortDef

wet, damp, moist

Debugging

Headword:
νοτερός
Headword (normalized):
νοτερός
Headword (normalized/stripped):
νοτερος
IDX:
22333
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22355
Key:
notero/s

Data

{'content': 'νοτερός\n νοτερός, ά, όν\n νότος\n wet, damp, moist, Eur.; χειμὼν ν. a storm of rain, Thuc.', 'key': 'notero/s'}