Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
νοσηρός
νόσος
νοσοτροφία
νοσσεύω
νοσσοτροφέω
νοστέω
νόστιμος
νόστος
νοσφίζομαι
νόσφι
νοσώδης
νοτερός
νοτία
νοτίζω
νότιος
νοτίς
νότος
νοττίον
νουβυστικός
νουθεσία
νουθετέω
View word page
νοσώδης
νοσώδης νοσ-ώδης, ες εἶδος sickly, diseased, ailing, Plat., etc. act. pestilential, baneful, Eur.
ShortDef
sickly, diseased, ailing
Debugging
Headword:
νοσώδης
Headword (normalized):
νοσώδης
Headword (normalized/stripped):
νοσωδης
IDX:
22332
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22354
Key:
nosw/dhs
Data
{'content': 'νοσώδης\n νοσ-ώδης, ες\n εἶδος\n sickly, diseased, ailing, Plat., etc.\n act. pestilential, baneful, Eur.', 'key': 'nosw/dhs'}