Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
νοσακερός
νοσερός
νοσέω
νοσηλεία
νοσηλεύω
νόσημα
νοσηματώδης
νοσηρός
νόσος
νοσοτροφία
νοσσεύω
νοσσοτροφέω
νοστέω
νόστιμος
νόστος
νοσφίζομαι
νόσφι
νοσώδης
νοτερός
νοτία
νοτίζω
View word page
νοσσεύω
νοσσεύω νοσσεύω, v. νεοσσεύω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
νοσσεύω
Headword (normalized):
νοσσεύω
Headword (normalized/stripped):
νοσσευω
IDX:
22325
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22347
Key:
nosseu/w
Data
{'content': 'νοσσεύω\n νοσσεύω,\n v. νεοσσεύω.', 'key': 'nosseu/w'}